You are here: Home
  • Increase font size
  • Default font size
  • Decrease font size

Οι κατα το άρθρο 105 Εισ Ν.ΑΚ διοικητικές διαφορές

E-mail Print PDF

Αναδημοσίευση από http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=24884

ΚΔιοικΔ 1, καθώς και 1 § 2 εδ. η’ ν. 1406/1983

Οι κατα το άρθρο 105 Εισ Ν.ΑΚ διοικητικές διαφορές ουσίας
υπο το πρίσμα του άρθρου 26 ΑΚ ως κανόνα
ιδιωτικού διεθνούς δικαίου

Κατ' ανάθεση ερευνητική επιστημονική μελέτη
για την κάλυψη βιβλιογραφικού κενού
(γνωμοδότηση)


Κώστας Ε. Μπέης

1.
Αφετηρία προβληματισμού

Ο Δικηγόρος Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Β. Παπαβασιλείου, LL.M. έθεσε υπ’ όψη μου το ακόλουθο ιστορικό:

1.1. Στις 28.12.2000 ο Έλληνας μόνιμος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού (λοχαγός πεζικού) Π.Π., που υπηρετούσε τότε στις Ελληνικές Δυνάμεις Κύπρου (ΕλΔυΚ), τραυματίστηκε θανάσιμα σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη σε επαρχιακή οδό της Λευκωσίας Κύπρου. Συγκεκριμένα ο Π.Π. συνεπέβαινε ως συνοδηγός σε υπηρεσιακό στρατιωτικό όχημα (που ανήκε στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου και έφερε ελληνικές πινακίδες κυκλοφορίας του Ελληνικού Στρατού και ανασφάλιστο), το οποίο οδηγούσε Έλληνας στρατιώτης, που υπηρετούσε τότε τη θητεία του στις Ελληνικές Δυνάμεις Κύπρου. Το ελληνικό αυτό στρατιωτικό όχημα - τζιπ (με αριστερό τιμόνι, παρότι προορισμένο για οδήγηση σε χώρα με βρετανικά πρότυπα οδικής κυκλοφορίας, και με αρκετά ερωτηματικά ως προς την καλή και ασφαλή του κατάσταση και συντήρηση, πέραν της πορισματικά διαπιστωμένης έλλειψης επαρκούς πίεσης των ελαστικών του), μετά από νόμιμη επιχείρηση προσπέρασης προπορευόμενου φορτηγού οχήματος, κατα την επαναφορά του οχήματος στο ρεύμα κυκλοφορίας του, για λόγους που αφορούν και στην οδήγηση του στρατιώτη οδηγού και στη μή κανονική πίεση των ελαστικών του, όπως εκ των υστέρων διαπιστώθηκε (αλλά και στον οδηγό του προπορευόμενου φορτηγού, ο οποίος φέρεται να παρέλειψε να ελαττώσει την ταχύτητά του, ώστε να διευκολύνει την προσπέραση), εκτράπηκε της πορείας του, χάθηκε ο έλεγχός του, διέγραψε ακυβέρνητη πορεία και, συρόμενο στο έδαφος, τελικώς συγκρούστηκε πλαγιομετωπικά με ιδιωτικό αγροτικό όχημα.

1.1.1. Κατά τα ιατρικώς ανακοινωθέντα ο θάνατος του Π.Π. επήλθε από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση μετά από τροχαίο.

1.1.2. Σύμφωνα με σχετικό από Μαρτίου έτους 2001 πιστοποιητικό που εκδόθηκε αρμοδίως από το Γενικό Επιτελείο Στρατού ο Π.Π. απεβίωσε ευρισκόμενος σε υπηρεσία διότι υπηρετούσε, ως εν ενεργεία μόνιμος αξιωματικός στην ΕλΔυΚ, και μάλιστα σε υπηρεσία διατεταγμένη, καθόσον, κατα τον χρόνο θανάτου του, εκτελούσε συγκεκριμένη υπηρεσία παραλαβής και μεταφοράς χρημάτων, ως διαχειριστής χρηματικού του ΛΔ/ΕλΔυΚ και ένεκα της υπηρεσίας, διότι δέν ευθύνεται για το προκληθέν τροχαίο ατύχημα.

1.1.3. Γνώση του πορίσματος (ΕΔΕ, κλπ) έλαβε η οικογένεια (ενάγοντες) το έτος 2001 και οπωσδήποτε σε χρόνο μετά τον μήνα Μάρτιο 2001.


1.2. Μετά από έγκληση, που άσκησε η Α.Π., χήρα του θανόντος, και δι’ αυτής τα ανήλικα τέκνα του θανόντος, Δ.Π. και Σ.Π., τα αρμόδια ελληνικά στρατιωτικά ποινικά δικαστήρια κήρυξαν ένοχο με ελαφρυντικά τον οδηγό του μοιραίου στρατιωτικού τζίπ για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας απο αμέλεια, τόσο στον πρώτο βαθμό (πενταμελές στρατοδικείο Αθηνών), όσο και δευτεροβάθμια, με απόφαση του πενταμελούς αναθεωρητικού δικαστηρίου, η οποία κατέστη αμετάκλητη.

[Σημειώνεται, εδώ, ότι και το τριμελές πλημμελειοδικείο Αθηνών, κατόπιν εγκλήσεως που είχε υποβληθεί απο την ορφανή οικογένεια εις βάρος και του κύπριου οδηγού του φορτηγού ατυχήματος (προσπέραση του οποίου επιχείρησε το μοιραίο στρατιωτικό τζιπ, παρεμποδισθέν όμως προς τούτο), κήρυξε αυτόν ένοχο του αδικήματος της ανθρωποκτονίας απο αμέλεια].


1.3. Η Α.Π., χήρα του θανόντος Έλληνα αξιωματικού και μητέρα των ανηλίκων τέκνων Δ.Π και Σ.Π., άσκησε ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου Αθηνών την από 30.12.03 αγωγή για λογαριασμό αυτής και των ανηλίκων τέκνων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ως έχοντος τούτου την αντικειμενική ευθύνη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 105 ΕνΑΚ (και 297, 298, 926, 928, 930, 932 εδ. γ’, 1389, 1390, 1485, 1486 εδ.β’, 1489 εδ. β’, 1493, 1496 ΑΚ), και με αίτημα (εν μέρει καταψηφιστικό, εν μέρει αναγνωριστικό) την επιδίκαση σε καθέναν από αυτούς, και αντίστοιχα την υποχρέωση του εναγόμενου ελληνικού Δημοσίου στη καταβολή των αναφερόμενων στην αγωγή χρηματικών κονδυλίων που αφορούν σε:

α) αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής - και

β) χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης.

1.3.1. Το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο Αθηνών με την 1330/2006 απόφαση, μεταξύ άλλων, δέχθηκε ότι:

α) το θανατηφόρο αυτό ατύχημα – θάνατος του αξιωματικού του ελληνικού στρατού Π.Π. οφείλεται στην αμελή συμπεριφορά του ανωτέρω οδηγού κατα την οδήγηση του παραπάνω στρατιωτικού οχήματος, επιπρόσθετα δε και σε (μή νόμιμες) παραλείψεις τόσο του ίδιου του οδηγού, όσο και των αρμοδίων οργάνων του γραφείου κίνησης του Λ/Δ ΕλΔυΚ κατα τον διενεργηθέντα πρίν απο την αποστολή - κίνηση έλεγχο της καλής κατάστασης του οχήματος,

β) απέρριψε τους ισχυρισμούς του εναγομένου και τις ενστάσεις του περι (δήθεν) συνυπαιτιότητας του θύματος, περι συνυπολογισμού στις επιδικασθείσες αποζημιώσεις για καθένα απο τους ενάγοντες του ποσού συντάξεως που καθένας απο αυτούς λαμβάνει εξαιτίας του ανωτέρω τραγικού συμβάντος, και

γ) επιδίκασε εν μέρει τα αιτηθέντα χρηματικά ποσά αποζημιώσεων λόγω στέρησης διατροφής, ολόκληρα δε τα αιτηθέντα ποσά χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης.


1.4. Κατά της παραπάνω δικαστικής απόφασης, το ελληνικό Δημόσιο άσκησε έφεση (με 3 δικόγραφα μάλιστα, 1 κυρίου και 2 με πρόσθετους λόγους). Πέραν των σχετικών με τους πρωτοδίκως απορριφθέντες ισχυρισμούς και ενστάσεις του, το ελληνικό Δημόσιο παραπονείται, προβάλλοντας, για πρώτη φορά τώρα στο εφετείο, με αυτοτελή –κύριο λόγο εφέσεως– τον ισχυρισμό οτι «το διοικητικό πρωτοδικείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο με το να δεχθεί ότι στην επίδικη υπόθεση εφαρμόζονται οι διατάξεις 105 ΕνΑΚ, των άρθρων 297-298 και 926-932 του Αστικού Κώδικα, καθώς και των άρθρων 1389, 1390, 1485, 1486 και 1493 ΑΚ, δηλαδή οι διατάξεις του ελληνικού δικαίου της αποζημιώσεως, μολονότι το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, στο οποίο θανατώθηκε ο σύζυγος και πατέρας των εναγόντων – εφεσιβλήτων έλαβε χώρα στην Κύπρο. Το εναγόμενο επικαλείται τη διάταξη του άρθρου 26 του Αστικού Κώδικα («οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα») και ισχυρίζεται ότι «το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα έλαβε χώρα εκτός της ελληνικής επικράτειας, δηλαδή στη Κύπρο, η έννομη σχέση έχει στοιχεία αλλοδαπότητας και είναι διεθνής, αφού ο θανατωθείς σύζυγος και πατέρας των εφεσιβλήτων ήταν Έλληνας, και ως εκ τούτου διέπεται από το κυπριακό ουσιαστικό δίκαιο που είναι το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα (lex loci delicti commissi), με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ» και το οποίο «δίκαιο που ισχύει στην πολιτεία που διαπράχθηκε το αδίκημα, θα ρυθμίσει, μεταξύ άλλων, και τα εξής ζητήματα: άν ορισμένη πράξη ή παράλειψη είναι παράνομη, την υπαιτιότητα, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του θανόντος, άν η ευθύνη είναι υποκειμενική ή αντικειμενική, άν συντρέχουν οι εκάστοτε απαιτούμενες προϋποθέσεις για να θεμελιωθεί η αντικειμενική ευθύνη, ο κύκλος των προστατευόμενων προσώπων, έννομων αγαθών ή υποκειμενικών δικαιωμάτων, την ύπαρξη των οποίων κρίνει το δίκαιο που τα διέπει και οι συνέπειες του αδικήματος (…) κλπ, άν και με ποιές προϋποθέσεις θεμελιώνεται ευθύνη απο τις πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων ή βοηθών εκπληρώσεως, την ικανότητα καταλογισμού, το άν υπάρχει ευθύνη εις ολόκληρον ή, ανάλογα με το βαθμό του πταίσματος καθενός, τη δυνατότητα αναγωγής μεταξύ περισσοτέρων ευθυνομένων, τις έννομες συνέπειες της αδικοπραξίας, τη μορφή και την έκταση της αποζημιώσεως, άν παρέχεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, το θέμα συνυπολογισμού ζημίας και οφέλους, άν μεταξύ πράξης και ζημίας απαιτείται αιτιώδης συνάφεια, την παραγραφή και τη διάρκειά της, όπως και τη διακοπή και αναστολή της».

1.4.1. Εξάλλου, το εναγόμενο ελληνικό Δημόσιο, απευθυνόμενο πρόσφατα προς το Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, ζήτησε και έλαβε νομική πληροφορία με θέμα «προϋποθέσεις αποζημιώσεως από αδικοπραξία και ζητήματα οδικής ασφάλειας κατά το κυπριακό δίκαιο», την οποία και διαβίβασε στο δικαστήριο που δικάζει την εκκρεμή έφεση.

Από το περιεχόμενο της παραπάνω νομικής πληροφορίας καταρχήν προκύπτει, οτι οι όσες υπάρχουσες σχετικές διατάξεις του κυπριακού δικαίου, που ίσχυαν κατα τον χρόνο του τροχαίου, διαφοροποιούνται σημαντικά έναντι των ημεδαπών ρυθμίσεων του ΑΚ και του ΕνΑΚ, προκύπτει επίσης η απουσία όμοιας με αυτήν του άρθρου 105 ΕνΑΚ διάταξης στο κυπριακό δίκαιο (σχετικά δηλαδή με την κρατούσα στο δίκαιο της χώρας μας αντικειμενική ευθύνη του Δημοσίου).

1.4.2. Εν συνεχεία, το ελληνικό Δημόσιο, επικαλούμενο διατάξεις του κυπριακού δικαίου, με δικόγραφο πρόσθετων λόγων εφέσεως, ισχυρίζεται ότι:

α) οι ατομικές αξιώσεις της χήρας Α.Π., μητέρας των ανηλίκων τέκνων, έχουν υποπέσει σε παραγραφή (διετή κατά τον περί αστικών αδικημάτων νόμο της Κύπρου, που επικαλείται το ελληνικό Δημόσιο),

β) υπήρξε συντρέχον πταίσμα του θύματος στην πρόκληση του ατυχήματος σε ποσοστό 90%, επικαλούμενο τους περι οδικής ασφαλείας νόμο της Κύπρου και τον κυπριακό περί αστικών αδικημάτων νόμο (και συνακόλουθα οποιαδήποτε αποζημίωση επιδικαστεί πρέπει αυτή να είναι μειωμένη),

γ) (επικουρικά) η επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην χήρα Α.Π., σύμφωνα με τις διατάξεις του κυπριακού περί αστικών αδικημάτων νόμου που αναφέρει, δέν μπορεί να ξεπεράσει το όριο που ρητά στον κυπριακό αυτό νόμο προβλέπεται (δηλ. τις 6.000 κυπριακές λίρες),

δ) οτι τα ανήλικα τέκνα δέν δικαιούνται χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης, διότι, σύμφωνα με τον ισχύοντα κατα τον χρόνο του θανάτου του πατέρα τους νόμο (αρθρ. 58 εδ.8 ΚυπρΑΑΝ) αξίωση για οδύνη απώλειας οικείου προβλεπόταν μόνο για την σύζυγο, και όχι για τέκνα του αποβιώσαντος (ας σημειωθεί οτι σύμφωνα με την ως άνω νομική πληροφορία τέτοια αξίωση για τα ανήλικα τέκνα προβλέφθηκε στη Κύπρο, για πρώτη φορά, το 2002, κατα τροποποίηση του παραπάνω άρθρου, και ορίσθηκε οτι το προς επιδίκαση χρηματικό ποσό για την αιτία αυτή δέν μπορεί να υπερβεί τις 10.000 κυπριακές λίρες κλπ, και οτι το ποσό αυτό καταμερίζεται εξίσου μεταξύ της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων, κλπ).

1.4.3. Έφεση κατά της πρωτόδικης 1330/2006 απόφασης ΔιοικΠρΑθ άσκησε και η Α.Π. γι΄ αυτήν ατομικά, αλλά και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων της Δ.Π. και Σ.Π., παραπονούμενη για τη μή επιδίκαση ολόκληρων των ζητηθέντων με την αγωγή ποσών αποζημίωσης αυτής και των ανηλίκων τέκνων λόγω στέρησης της διατροφής τους, συνεπεία του θανάτου του συζύγου και πατέρα τους.

1.4.4. Οι παραπάνω υποθέσεις/εφέσεις εκκρεμούν προς εκδίκαση ενώπιον του διοικητικού εφετείου Αθηνών, μετά απο αναβολή προηγούμενων δικασίμων, την 6.5.08.

1.4.5. Επιπλέον, σημειώνεται, οτι αγωγή κατά του ελληνικού Δημοσίου άσκησαν και

α) η μητέρα της χήρας συζύγου και γιαγιά των ανηλίκων τέκνων Α.Μ.,

β) ο πατριός της χήρας συζύγου και παππούς των ανηλίκων τέκνων Σ.Μ. και

γ) η αδελφή της χήρας συζύγου και θεία των ανηλίκων τέκνων Μ.Μ., που σαν μιά οικογένεια συμβίωναν και συνεχίζουν και σήμερα να συγκατοικούν όλοι μαζί στον ίδιο χώρο/διαμέρισμα από κοινού, συνδιαιτώμενοι κλπ και συνδεόμενοι στενά με τη χήρα του θύματος, τα ανήλικα τέκνα, καθώς και τον θανατωθέντα Π.Π. όσο χρόνο ζούσε, με αίτημα την καταδίκη του εναγομένου σε αποζημίωσή τους λόγω ψυχικής οδύνης τους.

Επί της αγωγής τους αυτής εκδόθηκε η 7547/2006 απόφαση ΔιοικΠρΑθ, η οποία με σχεδόν ίδια αιτιολογία, όπως αυτή της 1330/06 απόφασης ΔιοικΠρΑθ, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης μόνον υπέρ της πρώτης και του δευτέρου των εναγόντων, και σε εντελώς χαμηλό, σχεδόν συμβολικό ποσό, απορρίπτοντας το όμοιο αίτημα της τρίτης ως άνω εναγόμενης (αδελφής της χήρας Α.Π. και θείας των ανηλίκων τέκνων).

Και κατά της απόφασης αυτής το εναγόμενο ελληνικό Δημόσιο άσκησε έφεση, ισχυριζόμενο τα ίδια όπως παραπάνω.

Έφεση επίσης άσκησαν και οι παραπάνω ενάγοντες, παραπονούμενοι, οι μεν πρώτοι δύο, για τη μή επιδίκαση ολόκληρων των αιτηθέντων με την αγωγή αυτή ποσών χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης (επιδικάσθηκε ποσό 5.000 ευρώ σε καθένα από αυτούς), η δε τρίτη των ως άνω εναγόντων (αδελφή της χήρας και θεία και επικαλούμενη επίσης προσωπικές υπηρεσίες και φροντίδα των ανηλίκων έκτοτε) παραπονούμενη για την εξ ολοκλήρου απόρριψη της αγωγής ως προς δικό της αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης (επειδή με την εκκαλουμένη απόφαση, κατα το σκεπτικό και αιτιολογία που αναφέρονται στο κείμενό της, κρίθηκε οτι η ίδια δέν συμπεριλαμβάνεται στον κύκλο της οικογένειας του θύματος που δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης).

1.5. Συναφώς τέθηκαν υπ’ όψη μου:

1.5.1. το απο 11 Οκτωβρίου 2007 με αριθ. πρωτ. 5436/32943 έγγραφο του γραφείου νομικού συμβούλου του υπουργείου εθνικής άμυνας, απευθυνόμενο προς το Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, με το αίτημα της ενημέρωσής του, σχετικά με το περιεχόμενο του κυπριακού δικαίου, αναφορικά με το ιστορικό που εκτίθεται σ’ αυτό το έγγραφο, δίχως να διαφέρει ουσιωδώς απο το ιστορικό που παρατέθηκε και εδώ πιό πάνω, και

1.5.2. η απο 6 Δεκεμβρίου 2007 με αριθ. πρωτ. 759 νομική πληροφορία, του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, αναφορικά με τις προϋποθέσεις αποζημιώσεως επι αδικοπραξίας και ζητήματα οδικής ασφαλείας κατα το κυπριακό δίκαιο.

2.
Ερώτημα

Εν όψει αυτού του ιστορικού, και επειδή στην επιστήμη και στη νομολογία δέν έχουν εξεταστεί ακόμη τα σχετικά νομικά ζητήματα με την ιδιαιτερότητα που εδώ προβάλλονται, καθώς και με την αντιστοίχως απαιτούμενη επιστημονική τεκμηρίωση, μου ζητήθηκε, προς κάλυψη του σχετικού βιβλιογραφικού κενού, να επιμεληθώ επιστημονικής μελέτης ad hoc, την οποία να δημοσιεύσω σε νομικό περιοδικό, ώστε να είναι προσιτή στον επιστημονικό διάλογο, αναφορικά με το κρίσιμο ερώτημα, ποιό είναι το εφαρμοστέο δίκαιο στην επίδικη περίπτωση, με ιδιαίτερη έμφαση στα ειδικότερα ερωτήματα:

2.1. Ποιό είναι το νόημα και ποιά βαρύτητα έχει η απο 6 Δεκεμβρίου 2007 με αριθ. πρωτ. 759 νομική πληροφορία, του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που χορηγήθηκε με βάση το απο 11 Οκτωβρίου 2007 με αριθ. πρωτ. 5436/32943 έγγραφο του γραφείου νομικού συμβούλου του υπουργείου εθνικής άμυνας;

2.2. Άν το εναγόμενο ελληνικό Δημόσιο βασίμως παραπονείται και ισχυρίζεται με σχετικό λόγο έφεσης οτι στην ένδικη υπόθεση εφαρμόζεται το άρθρο 26 ΑΚ, και συνακόλουθα το ουσιαστικό εθνικό δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας (ως το ουσιαστικό δίκαιο του τόπου του ατυχήματος), αντί του ουσιαστικού δικαίου της Ελληνικής Δημοκρατίας, ιδίως δε του άρθρου 105 του ελληνικού Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (εφεξής ΕνΑΚ), καθώς και των σχετικών διατάξεων του ελληνικού Αστικού Κώδικα, όπως ερμήνευσε και εφάρμοσε το πρωτοβάθμιο διοικητικό δικαστήριο Αθηνών; Και


2.3. Άν η ρύθμιση του άρθρου 75 § 5 εδ. α’ ν. 3421/2005, σύμφωνα με την οποία: «5. Σύζυγοι και συγγενείς εξ αίματος του 1ου και 2ου βαθμού Ελλήνων στρατιωτικών, μελών ειρηνευτικών ή άλλων αποστολών που απεβίωσαν μετά την 1.1.2000 ή αποβιώνουν κατά την εκτέλεση, εκτός ελληνικής επικράτειας, διατεταγμένης υπηρεσίας και ένεκα αυτής, δικαιούνται τις αποζημιώσεις που προβλέπονται από την ελληνική νομοθεσία για ανάλογα περιστατικά», ασκεί τυχόν επιρροή επί των ήδη αναφερθέντων, και ιδίως επί των ισχυρισμών και παραπόνων του ελληνικού Δημοσίου περί εφαρμογής αλλοδαπού (κυπριακού) δικαίου, περιορισμού του ποσού των αποζημιώσεων, παραγραφής κλπ -λαμβάνοντας επίσης υπ’ όψη ότι η έναρξη ισχύος της παραπάνω διατάξεως του νόμου προηγείται χρονικά της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης, καθώς επίσης και οτι, σύμφωνα με το άρθρο 98 § 3 ΚΔιοικΔικ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άν ρητώς δέν ορίζεται στο νόμο διαφορετικά) εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η εκκαλουμένη απόφαση;

3.
Απάντηση

3.1.
Το αντικείμενο του ερωτήματος προς το Ελληνικό Ινστιτούτο
Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, καθώς και το αντικείμενο
της έγγραφης νομικής πληροφορίας που χορήγησε

3.1.1. Το απο 11 Οκτωβρίου 2007 με αριθ. πρωτ. 5436/32943 έγγραφο του γραφείου νομικού συμβούλου του υπουργείου εθνικής άμυνας, που απευθύνθηκε στο Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, αφ’ ενός, προτάσσει, υπο αριθμό 1, σύντομη ιστορική περιγραφή του συγκεκριμένου θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος στην Κύπρο και, στη συνέχεια, αφ’ ετέρου, υπο αριθμό 2, παραθέτει σειρά ειδικότερων ερωτημάτων με μοναδικό αντικείμενο: «σχετικά με το ισχύον στην Κύπρο Δίκαιο».

Για λόγους, που δέν κατονομάζονται σ’ αυτό το έγγραφο, το γραφείο νομικού συμβούλου του υπουργείου εθνικής άμυνας απέφυγε να διατυπώσει ερώτημα προς το Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, ποιό εθνικό ουσιαστικό δίκαιο εφαρμόζεται στην ένδικη περίπτωση, άν δηλαδή εφαρμόζεται το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας (οπότε όντως είχε ανάγκη της ζητούμενης νομικής πληροφορίας) ή, αντιθέτως, μήπως εφαρμόζεται το εθνικό ουσιαστικό δίκαιο της Ελληνικής Δημοκρατίας.

3.1.2. Εν όψει αυτής της αποκλειστικότητας του ερωτήματος που υπέβαλε το γραφείο νομικού συμβούλου του υπουργείου εθνικής άμυνας στο Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, δέν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη, γιατί το τελευταίο περιορίστηκε στο να περιγράψει λεπτομερώς τους ειδικότερους κανόνες που συγκροτούν το εθνικό ουσιαστικό δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναφορικά με την αξίωση αποζημίωσης, σε περίπτωση θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος.

3.1.3. Οπωσδήποτε βέβαιο θα πρέπει να θεωρηθεί, οτι η παράλειψη του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ν’ ασχοληθεί με το κρίσιμο (αλλά μή υποβαλλόμενο προς αυτό) ερώτημα άν, στη συγκεκριμένη ένδικη διαφορά, εφαρμόζεται όντως το εθνικό ουσιαστικό δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας ή, αντιθέτως, μήπως εφαρμόζεται το εθνικό ουσιαστικό δίκαιο της Ελληνικής Δημοκρατίας, δέν μπορεί να σημαίνει οτι τάχα ενέχει σιωπηρή ή έμμεση επιβεβαίωση της εκδοχής του γραφείου νομικού συμβούλου του υπουργείου εθνικής άμυνας οτι δήθεν εφαρμοστέο δίκαιο είναι εκείνο της Κυπριακής Δημοκρατίας.

3.2.
Η νομική φύση της επίδικης έννομης σχέσης

3.2.1. Στην υπόθεση που έδωσε αφορμή για την προκείμενη μελέτη, άν οι παθόντες συγγενείς του θανόντα Έλληνα αξιωματικού της ΕλΔυΚ είχαν ασκήσει αγωγή αποζημίωσης εναντίον του Κύπριου οδηγού του εμπλεκόμενου ιδιωτικού φορτηγού οχήματος, δίχως καμιά αμφιβολία θα επρόκειτο για ιδιωτική διαφορά, για την οποία ασφαλώς θα είχαν αποκλειστική δικαιοδοσία τα πολιτικά δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα οποία θα εφάρμοζαν τους σχετικούς κανόνες του κυπριακού ιδιωτικού δικαίου.

Το ίδιο θα ίσχυε και στην επίσης υποθετική περίπτωση που οι παθόντες συγγενείς του θανόντα Έλληνα αξιωματικού της ΕλΔυΚ θα είχαν ασκήσει αγωγή αποζημίωσης εναντίον του Έλληνα οδηγού του αυτοκινήτου, στο οποίο επέβαινε το θύμα του τροχαίου ατυχήματος. Και πάλι θα επρόκειτο για ιδιωτική διαφορά, για την οποία όντως εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο θα ήταν εκείνο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ εξ άλλου οι ενάγοντες θα είχαν ευχέρεια επιλογής να φέρουν την αγωγή των ενώπιον είτε των κυπριακών πολιτικών δικαστηρίων (κατ' εφαρμογή της δωσιδικίας του τόπου του αδικήματος) είτε των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων (κατ' εφαρμογή της γενικής νόμιμης δωσιδικίας του εναγόμενου Έλληνα οδηγού).

3.2.2. Στις περιπτώσεις που ιδιώτης είναι το θύμα τροχαίου αδικήματος, το οποίο διαπράχθηκε απο όργανο του ελληνικού Δημοσίου κατα την εκτέλεση της υπηρεσίας του, η σχετική αξίωση αποζημίωσης υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 105 ΕνΑΚ, που ορίζει οτι, για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατα την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, καθώς και οτι μαζί με το Δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο.

Είναι έξω απο κάθε θεμιτή αμφιβολία οτι η διάταξη του άρθρου 105 ΕνΑΚ, στην έκταση που, με τη συνδρομή υπαιτιότητας, κατα το πρότυπο του άρθρου 914 ΑΚ, καθιερώνει εις ολόκληρον προσωπική συνευθύνη του οργάνου του Δημοσίου, έχει χαρακτήρα κανόνα ιδιωτικού δικαίου.

3.2.3. Αντιθέτως, στην έκταση που το άρθρο 105 ΕνΑΚ καθιερώνει ευθύνη προς αποζημίωση εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου για τις απλώς παράνομες (δίχως και το στοιχείο της υπαιτιότητας) πράξεις των οργάνων της κρατικής εξουσίας, έχει χαρακτήρα κανόνα του δημόσιου δικαίου. Και ακριβώς εξ αιτίας αυτού του χαρακτήρα της, η κατα το άρθρο 105 ΕνΑΚ αγωγή αποζημίωσης εναντίον του ελληνικού Δημοσίου, ήδη με το άρθρο 1 § 2 εδ. η’ ν. 1406/1983 είχε υπαχθεί και έκτοτε ανήκει στην αποκλειστική δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ως διοικητική διαφορά ουσίας. Και τούτο, ακόμη κι άν την αξίωση αποζημίωσης, εξ αιτίας παράνομης πράξης οργάνου του ελληνικού Δημοσίου, δέν έχει πρόσωπο – θύμα, με την ιδιότητα του διοικουμένου, αλλά του απλού ιδιώτη, Έλληνα ή ξένου. Δηλαδή, ακόμη κι άν το θύμα της παράνομης πράξης του οργάνου του Δημοσίου είναι ιδιώτης, και υπέστη ζημία δίχως καμιά δική του εκκρεμή δημόσιου δικαίου εμπλοκή με την ελληνική δημόσια διοίκηση, το άρθρο 1 § 2 εδ. η’ ν. 1406/1983 κατανοεί την ασκούμενη αγωγή αποζημίωσης ως γνήσια διοικητική διαφορά ουσίας, και όχι ως ιδιωτική διαφορά.

3.2.4. Βεβαίως αυτή η ιδιαιτερότητα των άρθρων 105 ΕνΑΚ και 1 § 2 εδ. η’ ν. 1406/1983, στις περιπτώσεις που ιδιώτης τραυματίζεται ή θανατώνεται απο τροχαίο αδίκημα ελληνικού κρατικού οχήματος, δέν μπορεί να δεσμεύει άλλες (ξένες) έννομες τάξεις, με την έννοια οτι εκείνες έχουν ευχέρεια να θεωρήσουν τις σχετικές αξιώσεις αποζημίωσης των ιδιωτών θυμάτων ως γνήσιες ιδιωτικές διαφορές, με όσες επιπτώσεις ενδέχεται αυτός ο χαρακτηρισμός να έχει στο πλαίσιο άλλων, ξένων, έννομων τάξεων, τόσον αναφορικά με το ερώτημα του χαρακτήρα αυτών των διαφορών ως ιδιωτικών, και όχι ως διοικητικών διαφορών ουσίας, όσον και αναφορικά με το ερώτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της ξένης χώρας, ως τόπου του αδικήματος. Κάτω απο αυτό το πρίσμα υπάρχει ευρύ περιθώριο εφαρμογής του κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (αντίστοιχου προς το άρθρο 26 του ελληνικού Αστικού Κώδικα) οτι οι ενοχές απο αδίκημα διέπονται απο το δίκαιο της πολιτείας, όπου διαπράχθηκε το αδίκημα.

3.2.5. Οπωσδήποτε όμως η αμέσως πιό πάνω αναφερόμενη περίπτωση δέν πρέπει να συγχέεται με εκείνη, κατα την οποία το θύμα της παράνομης πράξης οργάνου του Δημοσίου, δέν είναι ιδιώτης, αλλά άλλο όργανο της δημόσιας εξουσίας, το οποίο, ακριβώς με βάση την υπηρεσιακή του ιδιότητα, έχει αξίωση απέναντι στην αρμόδια υπηρεσία της δημόσιας εξουσίας να τον μεταχειρίζεται με επιμέλεια, και ιδίως με σεβασμό της ζωής και της σωματικής ακεραιότητάς του, κάτι που, απο τη νομική φύση του, αποκλείεται να εντάσσεται στην ύλη του ιδιωτικού δικαίου, αλλ’ ανήκει αποκλειστικώς και μόνο στην ύλη του ουσιαστικού δημόσιου δικαίου.

Αυτό ακριβώς συντρέχει και στην περίπτωση που έδωσε αφορμή για την προκείμενη ad hoc μελέτη, δηλαδή οτι οι παθόντες ενάγοντες δέν επικαλέστηκαν με την αγωγή των την έννομη σχέση που συνέδεε το θύμα του θανατηφόρου ατυχήματος ούτε με τον Κύπριο οδηγό του φορτηγού, μήτε με τον Έλληνα οδηγό του αυτοκινήτου, στο οποίο επέβαινε το θύμα. Οι ενάγοντες επικαλέστηκαν την έννομη σχέση που συνέδεε το θύμα με την ελληνική δημόσια εξουσία, δηλαδή ειδικότερα οτι το θύμα:

(α) ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού, αποσπασμένος στην ΕλΔυΚ,

(β) απεβίωσε, καθώς τραυματίστηκε θανάσιμα, κατα την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας του, ως αξιωματικού του ελληνικού στρατού, και συνακόλουθα οτι

(γ) η έννομη σχέση, που συνέδεε το θύμα του θανατηφόρου ατυχήματος με το ήδη εναγόμενο ελληνικό Δημόσιο, δέν ήταν και δέν είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου. Πρόκειται για σχέση ουσιαστικού δημόσιου δικαίου. Συνακόλουθα, η διαφορά, που ανέκυψε απο αυτήν τη δημόσιου δικαίου έννομη σχέση, δέν είναι ιδιωτική διαφορά, και πολύ περισσότερο δέν έχει το χαρακτήρα ιδιωτικής έννομης σχέσης κατα τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι γνήσια διοικητική διαφορά ουσίας, κατα την έννοια του άρθρου 1 του ελληνικού Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

3.2.6. Στην υποθετική περίπτωση που οι παθόντες ενάγοντες θα είχαν στραφεί με αγωγή αποζημίωσης εναντίον του Κύπριου οδηγού του φορτηγού οχήματος που προκάλεσε το θανατηφόρο ατύχημα, τότε, δίχως καμιά αμφιβολία, θα επρόκειτο για ιδιωτική διαφορά.

Ο ίδιος χαρακτηρισμός της ιδιωτικής διαφοράς θα προσήκε και στην υποθετική περίπτωση που οι παθόντες ενάγοντες θα είχαν στρέψει την αποζημιωτική αγωγή τους εναντίον του Έλληνα οδηγού του στρατιωτικού οχήματος, στο οποίο επέβαινε το θύμα.


Όμως στην περίπτωση, που έδωσε αφορμή για την προκείμενη μελέτη, οι παθόντες ενάγοντες επικαλέστηκαν με την αγωγή των τη δημόσιου δικαίου ουσιαστική έννομη σχέση που συνέδεε, αφ’ ενός, το θύμα του θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος, ως εν διατεταγμένη υπηρεσία αξιωματικού του ελληνικού στρατού, και ειδικότερα της ΕλΔυΚ, και, αφ’ ετέρου, την κρατική εξουσία της Ελληνικής Δημοκρατίας, ως ανεξάρτητου κράτους, που έχει ευθύνη για τον θάνατο του αξιωματικού του, όταν αυτός επέρχεται απο παράνομη, και μάλιστα υπαίτια πράξη ή παράλειψη άλλου οργάνου της ίδιας κρατικής εξουσίας, όπως ήταν ο οδηγός του στρατιωτικού αυτοκινήτου, στο οποίο επέβαινε το θύμα προς εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας.

3.2.7. Το συμπέρασμα λοιπόν προκύπτει αβίαστα: ενώπιον των ελληνικών διοικητικών δικαστηρίων δέν έχει αχθεί ιδιωτική διαφορά, αλλά γνήσια διοικητική διαφορά ουσίας, κατα την έννοια του άρθρου 1 ΚΔιοικΔ.

3.3.
Η δικαιοδοσία και αρμοδιότητα
για την εκδίκαση της επίδικης έννομης σχέσης

3.3.1. Με αφετηρία την παραδοχή που προηγήθηκε, οτι δηλαδή η αγωγή αποζημίωσης, την οποία οι παθόντες συγγενείς του εν διατεταγμένη υπηρεσία θανόντα Έλληνα αξιωματικού της ΕλΔυΚ άσκησαν εναντίον του ελληνικού Δημοσίου, έχει χαρακτήρα γνήσιας διοικητικής διαφοράς ουσίας, γίνεται φανερό οτι αποκλειστική δικαιοδοσία για την εκδίκαση αυτής της αγωγής έχουν τα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια, και ειδικότερα, σε πρώτο βαθμό, έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα το διοικητικό πρωτοδικείο Αθηνών, ως το δικαστήριο της έδρας του εναγόμενου ελληνικού Δημοσίου, ενώ σε δεύτερο βαθμό έχει λειτουργική αρμοδιότητα το διοικητικό εφετείο Αθηνών.

3.3.2. Σε μιά μόνο περίπτωση θα υπήρχε περιθώριο διεθνούς δικαιοδοσίας αλλοδαπού (διοικητικού ή πολιτικού) δικαστηρίου: άν η ζημιογόνος παράνομη πράξη των οργάνων του εναγόμενου ελληνικού Δημοσίου θα είχε χαρακτήρα εγκλήματος κατά της πολιτισμένης ανθρωπότητας, όπως λχ στην απίθανη περίπτωση που θα είχε θανατωθεί Έλληνας αξιωματικός σε βρετανικό έδαφος με απάνθρωπες εγκληματικές πράξεις οργάνων του ελληνικού κράτους, εφόσον αυτές οι υποθετικές απάνθρωπες εγκληματικές πράξεις θα είχαν το χαρακτήρα εγκλήματος κατά της πολιτισμένης ανθρωπότητας.

Σε κάθε άλλη περίπτωση η αξίωση αποζημίωσης εξ αιτίας της εκ μέρους οργάνου του ελληνικού κράτους παράνομης θανάτωσης Έλληνα αξιωματικού στο έδαφος ξένης πολιτείας, όπως είναι η Κυπριακή Δημοκρατία, έχει χαρακτήρα γνήσιας διοικητικής διαφοράς ουσίας και υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των ελληνικών διοικητικών δικαστηρίων.

3.4.
Το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο
στην επίδικη έννομη σχέση

3.4.1. Αναφέρθηκε ήδη ακροθιγώς πιό πάνω (υπο 3.2.4) το άρθρο 26 ΕνΑΚ, που ορίζει οτι οι ενοχές απο αδίκημα διέπονται απο το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα.

Αυτός ο κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, όπως και όλοι οι άλλοι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (άρθρα 4 έως 32 ΑΚ), ως κανόνες του εθνικού ιδιωτικού δικαίου, [1] προσδιορίζει το εθνικό δίκαιο που οφείλουν τα ελληνικά δικαστήρια να εφαρμόσουν σε περίπτωση ιδιωτικών διαφορών με διεθνή διάσταση, δηλαδή διαφορών με χαρακτήρα ιδιωτικού δικαίου, [2] η οποία διαμέσου των υποκειμένων ή του αντικειμένου των συνδέονται με αλλοδαπή πολιτεία.

3.4.2. Αντιθέτως, δέν εφαρμόζονται τα άρθρα 4 έως 32 ΑΚ στις περιπτώσεις που δέν πρόκειται για ιδιωτικές διαφορές, αλλά για γνήσιες διοικητικές διαφορές, [3] είτε ακυρωτικές είτε ουσίας, κάτι που αβίαστα προκύπτει ήδη απο τη ρύθμιση του άρθρου 33 ΑΚ, το οποίο ορίζει οτι διάταξη αλλοδαπού δικαίου δέν εφαρμόζεται, άν η εφαρμογή της προσκρούει στην ημεδαπή δημόσια τάξη. Και ασφαλώς προσκρούει στην ημεδαπή δημόσια τάξη κάθε απόπειρα να ρυθμιστούν απο κανόνες αλλοδαπού ιδιωτικού δικαίου οι δημόσιου δικαίου εξουσιαστικές σχέσεις της ελληνικής πολιτείας γενικώς, και ειδικότερα σε σχέση με τους εν διατεταγμένη υπηρεσία αξιωματικούς του στρατού της.

4.
Πόρισμα

1. Απο τη μελέτη που προηγήθηκε γίνεται φανερό οτι η διαφορά που εκκρεμεί ενώπιον του διοικητικού εφετείου Αθηνών, ύστερα απο την έφεση που άσκησε το ελληνικό Δημόσιο, με το αίτημα να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση 1330/2006 του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου Αθηνών, έχει χαρακτήρα γνήσιας διοικητικής διαφοράς ουσίας, αναφορικά με τη διάγνωση έννομης σχέσης του δημόσιου, και όχι του ιδιωτικού δικαίου, έτσι ώστε να έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία τα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια, υπόχρεα να εφαρμόσουν αποκλειστικώς τους σχετικούς κανόνες δημόσιου δικαίου της ελληνικής πολιτείας. Το άρθρο 26 ΕνΑΚ, ως κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, συνακόλουθα ως κανόνας ιδιωτικού δικαίου, δέν έχει εφαρμογή σ’ αυτήν τη διαφορά, η οποία, ως γνήσια διοικητική διαφορά ουσίας διέπεται αποκλειστικώς απο το ελληνικό δημόσιο δίκαιο, το οποίο, ως δίκαιο κανόνων με χαρακτήρα δημόσιας τάξης, δέν υπόκειται στις ρυθμίσεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κατα τον σαφή ορισμό του άρθρου 33 ΑΚ.

Μ’ αυτά τα δεδομένα δέν υπάρχει κανένα θεμιτό περιθώριο για την εφαρμογή κανόνων ιδιωτικού δικαίου της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Αθήνα, 21 Απριλίου 2008



[1] Βρέλλης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, γ’ εκδ. 2008 σελ. 26.

[2] Ευρυγένης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1968 σελ. 4. Μαριδάκης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Ι 2η εκδ. 1967 § 9 VI σελ. 86., πρβλ. και § 19 ΙΙ Γ σελ. 267.

[3] Πρβλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιον, γενικόν μέρος, 1970 § 11 σελ. 61.